ἐπιφωνήματος

ἐπιφωνήματος
ἐπιφώνημα
a witty saying
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλί — (άλλη γραφή αλλοί) και αλιά σχετλιαστικό επιφώνημα που εκφέρεται ή μόνο του ή με αντωνυμία (προσωπική, δεικτική, αναφορική) σε ονομαστική, γενική ή σε εμπρόθετο προσδιορισμό 1. αλίμονο! συμφορά μου! δυστυχία! 2. (επιτατική στη φράση) «αλί και… …   Dictionary of Greek

  • αλαλή — ἀλαλὴ και ἀλαλά, η (Α) 1. δυνατή κραυγή 2. πολεμική κραυγή 3. ιαχή τής μάχης και η ίδια η μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσιαστικό ἀλαλή, που είναι αττ. τ. τού αντίστοιχου δωρ. ἀλαλά, προήλθε από χρήση του επιφωνήματος ἀλαλὰ* ως ουσιαστικού] …   Dictionary of Greek

  • αλαλαί — ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α) 1. επιφώνημα χαράς. 2. ως ουσ. βλ. ἀλαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιφωνήματος ἀλαλά*] …   Dictionary of Greek

  • αξ — (επιφώνημα) εκφράζει αποδοκιμασία «Α; αξ κι άξινος άξι και ξερό άξις και ξερός άξις και ν ανοίξεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιφωνήματος α έτσι ώστε να παρηχεί με λέξεις που ακολουθούν στην ίδια φράση (α ξ(ις): ξ ερός, ά ξι νος, ανοί ξεις) …   Dictionary of Greek

  • γόι — (I) και γούι, εγούγια, ογόι, ογούι (Μ ὀγού) (επιφ.) αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guai]. (II) το η συμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιφωνήματος γόι] …   Dictionary of Greek

  • ιαί — ἰαί (Α) 1. βαρβαρικό επιφώνημα λύπης 2. επιφώνημα θριάμβου («ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού επιφωνήματος ιή] …   Dictionary of Greek

  • μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …   Dictionary of Greek

  • πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… …   Dictionary of Greek

  • ψέγω — ΝΜΑ επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο σχηματισμός τού ρ. ψέγω, εν αντιθέσει με τού συνωνύμου του μέμφομαι* και τού ουσ. όνειδος*, οφείλεται σε ελληνική καινοτομία. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα τού ψήω* / ψάω… …   Dictionary of Greek

  • ωή — Α επιφών. ε, εσύ («ἀναβοῶσα, ἧ κατεῑδες ὠὴ τὰς κύνας;», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δισύλλαβη μορφή τού επιφωνήματος ὤ* (πρβλ. λατ. ōhē)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”